Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

ψόγον τινός

  • 1 Blame

    subs.
    P. and V. μέμψις, ἡ, ψόγος, ὁ, αἰτία, ἡ, P. ἐπιτίμησις, ἡ, Ar. and V. μομφή, ἡ.
    Lay blame on: P. and V. αἰτίαν ναφέρειν (dat. or εἰς, acc.), P. ψόγον ἐπιφέρειν (dat.); see lay on, under Lay.
    Loxias will take the blame upon himself: Λοξίας γὰρ αἰτίαν εἰς αὑτὸν οἴσει (Eur., El. 1226).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. μέμφεσθαι (acc. or dat.), ψέγειν, ἐπαιτιᾶσθαι, αἰτιᾶσθαι, P. ἐπιτιμᾶν, (dat. of person, acc. of thing, or sometimes dat., vid. Dem. 246, 1231), κακίζειν, διʼ αἰτίας ἔχειν, καταμέμφεσθαι, Ar. and V. μωμᾶσθαι.
    Chide: V. ἐνίπτειν (Æsch., Ag. 590).
    Be blamed: P. and V. ψόγον ἔχειν, μέμψιν ἔχειν.
    Blame for a thing: P. and V. μέμφεσθαί (τί τινι, V. also τινός τινι), ἐπιπλήσσειν (τί τινι).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Blame

См. также в других словарях:

  • επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»